Ταξιδιωτικά Κείμενα Λέσβος, Αγιάσος, Μόλυβος, Βουργαρέλι Άρτας

 

Δρ Ευστράτιος Παπάνης

Η Ψυχολογία με λόγια απλά

Ταξιδιωτικά Κείμενα

Λέσβος, Αγιάσος, Μόλυβος, Βουργαρέλι Άρτας


Ταξίδι στη Λέσβο

Εάν με τη θέλησή σου παραμένεις αμύητος, μην ταξιδέψεις ποτέ στη Λέσβο. Το νησί γίνεται αδιάφορο για εκείνους, που τα τετριμμένα αναζητούν, κουραστικό για όσους προγραμματίζουν διακοπές χαλάρωσης και εχθρικό για τα πλήθη, που αδημονούν για μέρες αναψυχής, σύμφωνα με τη μόδα.

Στη Λέσβο δεν βρίσκεις ομοιομορφία και γαλήνη και τοπία γνώριμα. Η γη κι ο ουρανός δε σου φανερώνεται χωρίς αγώνα και κάθαρση και περισυλλογή. Η έρημος και το ηφαίστειο κάνει γειτονιά με την πυκνή βλάστηση, οι λίμνες της ελιάς γίνονται έλη, κάτοικοι τραχείς συνομιλούν με λογοτέχνες και η ευλάβεια προετοιμάζει επαναστάσεις.

Ο χρόνος μπολιάζει το παλιό σε κάθε γέννηση, έτσι που να μην καταλαβαίνεις, αν αυτό που σου παρουσιάζεται είναι καινοτομία ή παράδοση, επανάληψη ή έμπνευση παρθένα.

Εδώ ορίζοντες δε χαρακώνουν τη θάλασσα, παρά μόνο αχνές γραμμές θυμίζουν πως κι άλλες στεριές, αποκομμένες, στο βορρά και στο νότο κάπου υπάρχουν.

Εδώ δεσπόζει μόνο ένα σύνορο, το τείχος το αδιαπέραστο, που κάποτε ασέλγησε στην  ανατολή κι από πορφυρή την έκανε κίτρινη και από πατρίδα νοσταλγία.  Κι έτσι ξεχώρισαν οι προαιώνιες τρίζες και γέμισε με στεναγμούς οΈρωτας και με λυγμούς η χαρά και η πιο αθώα ευτυχία.

Κι όταν θα βγεις για πρώτη φορά στο λιμάνι ή στο αεροδρόμιο, πρωί μετά από δύσκολη πορεία, στρέψε προς τη Μικρασία την ψυχή σου. κι αν δεις προγόνους αρχαίους Έλληνες κι ακούσεις αμανέδες και σαρκιά και κομπανίες άυλες και  πλημμυρίσεις με βυζαντινά μελίσματα, τότε έφτασες στο μέρος το σωστό. Ειδάλλως, γύρνα κατευθείαν εκεί απ´ όπου κίνησες και ξαναέλα, όταν θα μάθεις να ακονίζεις τα θαύματα και να πορεύεσαι με γνώμονα την ταπεινοφροσύνη.

Στη Λέσβο ο Θεός όρισε κανόνες  παράξενους και στάθμισε διαφορετικά την αρμονία. Κι οι άνθρωποι έσπειραν τον τόπο ελιές, βωμούς, μνήμες και εκκλησάκια την τάξη Του μήπως κατανοήσουν. Εδώ καρδιές ανήμερες λιγοψυχούν στο δυναστικό το κάλλος και χαρακτήρες αφανείς και ασήμαντοι ανοίγουν το στόμα τους και βγάζουν προσωδίες και στίχους και καημούς ανήκεστους. Εδώ κάνουν καντάδες σε νεκρούς και ο λυρισμός αναδύεται από πρόσωπα σκληρά και ταλαιπωρημένα. Εδώ κάθε πόνος έχει μια λύτρωση και κάθε λύτρωση ενοχή και αμφιβολία.

Στη Λέσβο βασανιστική είναι η ομορφιά και εκδικητική κάθε της ραψωδία. Και η ίδια η γη κι η θάλασσα, γυναίκα συνωμοτική, που σαν ανωφέλετα λατρέψεις, ίσως με τους καιρούς σε στιγματίσει με μια υπόσχεση -κατάρα μονάχα: Πως όσο από εκείνη απομακρύνεσαι, τόσο η πληγή της θα ματώνει..


Λέσβος

Σε αφομοιώνει η θάλασσα και αναβλύζουν μέσα από ηφαιστειακές πηγές και αρτηρίες της ύπαρξης η ποίηση και οι θρύλοι των αιώνων.

Εμπιστεύεσαι τα κοράλια, που συγκατανεύουν ρυθμικά στα ρεύματα, και οι παφλασμοί των υδάτων ενορχηστρώνουν αιολικά μέλη και προσωδίες.

Εγκαταλείπεσαι στα τοπία και δονούνται τα κύτταρα από λυγμούς χαμένους στο μύθο.

Παντού απολιθώματα εμπειριών,που δεν έζησες, αλλά εντός σου τρανεύουν, επιζητώντας τη μέθεξη.

Ιερά αδυσώπητα και βυζαντινά εκκλησάκια διαφυλάττουν στους κόρφους τους την ευλογία ή την ειρωνεία του Θείου.

Χρησμοί οι άνεμοι από τα μέρη της Τροίας σε διαπερνούν με ριπές παραζάλης.

Είτε πενθείς στη Λέσβο είτε ερωτεύεσαι με νότες είναι ζυμωμένη η έκβαση.


Αγιάσος Λέσβου 

Τα χρέη στον έρωτα δεν τα σβήνει ο χρόνος, γιατί είναι οφειλές προς τη ζωή.

Αργά ή γρήγορα μια απόκοσμη δικαιοσύνη ζητά πίσω όσα χρωστάς, τη στιγμή που νομίζεις πως παραγράφησαν, ακέραια ή πολλαπλάσια, επειδή ακριβώς κάποτε στάθηκες ανίκανος να σηκώσεις το βάρος των περιστάσεων.

Ή γιατί αυτό που τότε ονόμασες συγκυρία και νομοτέλεια, παιχνίδι, στοίχημα και επιλογή δεν ήταν παρά οδύνη ασώματη, που με χίλιες μορφές σκορπίστηκε στην καθημερινότητά και στην ψυχοσύνθεση, έγινε αδιόρατη, ψήγμα αψηλάφητο, μέχρι να καταστεί τρανή και ληξιπρόθεσμη στο μέλλον.

Τα οφλήματα του έρωτα είναι απαιτητά από ένα μόνο πρόσωπο, εκείνο που πληγώθηκε από τις συμπεριφορές σου ή αυτό, του οποίου την εμπιστοσύνη καταχράστηκες.

Οι υπερφίαλοι και οι αφελείς θεωρούν πως μπορούν να εξοφλήσουν σε δόσεις ή να αποδώσουν το συναισθηματικό κεφάλαιο έντοκο σε τρίτους. Όμως, οι λογαριασμοί οι ερωτικοί είναι εγχάρακτες υποσχέσεις του πεπρωμένου και αρραγείς και ανελαστικοί.

Αν, λοιπόν, κάποτε φανούν οι δανειστές, χρόνια μετά να ταράξουν τις ισορροπίες που με κόπο, αλλά λάθρα κατοχύρωσες, μην ψάξεις για δικαιολογίες και παρακάλια και υπεκφυγές, αλλά αφέσου στην ετυμηγορία τους και φρόντισε να λατρέψεις το πρόσωπο, που με την απουσία του καθόρισε την ύπαρξή σου.

Αγιάσος

Στο δικό μου χωριό η αρχή συναντά το τέλος μου στο δρόμο. Και απ´ τα χαλάσματα, όσα δεν έγινα, ορμούν σε εκείνα, που κάποτε επέλεξα για μοίρα.

Στο δικό μου χωριό τα λουλούδια μυρίζουν αυταπάτη και ο χρόνος απολιθώνει στους τοίχους τις μορφές που αγάπησα

Στο δικό μου χωριό οι έρωτες πεθαίνουν σαν αληθέψουν και οι πόθοι φυτρώνουν πλάι στην ψευδαίσθηση.

Κι ο ουρανός πια μου δείχνει τη νέα πατρίδα..

Εκεί που αποσυντονίζονται οι χάρτες και αχνοσβήνουν οι γραμμές της κινητής, καραδοκεί η ομορφιά, που δεν εξημερώνεται.

Εκεί η ελευθερία και η μοναξιά, που την αναβάλει.

Εκεί οι ανέσπερες υποσχέσεις και τα μνήματα τους, όταν επαληθεύουν τη σημασία τους.

Σε χωριά με ξεχασμένα ονόματα και πινακίδες που γέρνουν στο αδιέξοδο.

Εκεί οι πλάνες κοριτσιών, που μοιάζουν με όνειρα,

και οι ματιές τους που σε διαπερνούν με τις ζωές που ποτέ δε θα ζήσεις.

Οι δρόμοι οι παλιοί στις καρδιές όσων έχεις χάσει σε οδηγούν,

μέχρι να σου δείξουν

πού τα πιο ατόφια

κομμάτια του εαυτού σου

ξαποσταίνουν


Μόλυβος 

Έρχεται η ώρα στη ζωή του ανθρώπου που οι ιδιότητες και οι κοινωνικοί ρόλοι – αλήθεια, με πόσες ματαιώσεις και προφάσεις και πνοή δεν αποκτήθηκαν – αρχίζουν να ασθμαίνουν το βήμα και να ζητούν την αποκαθήλωσή τους.

Είναι εκείνο το δειλινό που, καθώς ο ήλιος πυρπολεί την ανάμνηση και τον αβέβαιο ορίζοντα, ο νους δραπέτης αναμετρά τα περασμένα και ζητιανεύει στα μελλούμενα. Η μέρα απεκδύεται τα προσχήματα και τα χρώματα της νύχτας που επελαύνει, αντί να μαλακώνουν το άλγος, προοιωνίζουν το έρεβος της ανείπωτης οδύνης.

Και τότε, φερμένες από την αύρα τη μυρωμένη της αδέκαστης θάλασσας, ακούς να συνοδοιπορούν η ψυχή με τη Λάχεση, με αποτρόπαιο φορτίο στα χέρια τους τις νεκρές σου επιλογές και την ετυμηγορία όλων όσα προοριζόσουν να γίνεις και τα αρνήθηκες.

Τις βλέπεις να συντροφεύουν την εκδίκηση των ανθρώπων που αγνόησες στην ξέφρενη πορεία για καταξίωση, να συμμαχούν με τη θλίψη των απρόφερτων «σ’ αγαπώ» μιας συγκυρίας που τα εκλιπαρούσε, και να συμπορεύονται με τους στεναγμούς εκείνων που λιγόστεψαν τόσο απότομα, χωρίς να εξιλεωθούν και χωρίς να συγκατανεύσουν.

Με βία παραμερίζουν τα επιχειρήματα, τη συνήθεια και τις άμυνες και σου ζητούν να φανερώσεις την ουσία πίσω από τα φτιασιδώματα των συμβατικών απαντήσεων. Ο νους οπισθοχωρεί, περιγελά και εκφυλίζεται μέσα στους ίδιους του τους υπαινιγμούς.

Και ξαφνικά διαπιστώνεις με φρίκη και έξαψη και μεταμέλεια πως οι μύθοι του βίου σου καταρρέουν στο αχνοφέγγισμα μιας ηλιαχτίδας που δύει και στο νεφέλωμα μιας σύγχυσης που κατασπαράζει τις εικασίες σου. Και βλέπεις, με ενάργεια τώρα, πως είχες σφιχταγκαλιαστεί από νήματα αδύναμα και σάπια σκοινιά, για να κρατηθείς πάνω από την αδηφάγο άβυσσο, και πως όσα σε συνέδεαν με τον κόσμο τούτο, λιποτάκτες αποδείχτηκαν, της ανάγκης και της Μοίρας σου.

Είναι κάποια αμείλικτα δειλινά στο Μόλυβο, που ο ήλιος δε συγχωρεί και ο νοτιάς σού υπενθυμίζει πως συγγενεύεις περισσότερο με τους πεθαμένους, αφού όσα αγάπησες βρίσκονται πια μαζί τους.


Βουλγαρέλι Άρτας

Ακόμα κι αν δεν έχεις περάσει από εκεί, τα Τζουμέρκα φωλιάζουν στις πιο ψηλές οροσειρές της καρδιάς σου. Κάθε αδάμαστο περιμαζεύουν αυτά τα βουνά και το εξακοντίζουν να μαλακώσει στον ουρανό.

Και γυρνούν τα πάθη σου εξαγνισμένα, σα χιόνι σιγανό και σαν ομίχλη απαλή στη Δρακότρυπα και κυλούν στις πλαγιές με βουητό να πλημμυρίσουν τον Αχελώο, να παρασύρουν γεφύρια, να αναμοχλεύσουν τις πίκρες, τις αναμνήσεις, τους δισταγμούς και πέτρες θεόρατες. Μέχρι να επιστρέψουν μέσα σου ατόφια και γαλήνια, σαν τους κατοίκους της περιοχής και σαν μετάνοια.

Και η Κόκκινη Εκκλησιά, δεητική, σε μεταλαμβάνει το αίμα της Ηπείρου, το σώμα του Δεσποτάτου, το κύκνειο άσμα της Αυτοκρατορίας και το λυγμό για όσα έχασες.

Κι έτσι, όποια εποχή κι αν πας, δε ξέρεις το μονοπάτι το μπροστινό πού θα σε οδηγήσει: Σε χαράδρα βαθιά ή σε γιορτή το Δεκαπενταύγουστο. Σε σπηλιά που ανομολόγητες οι Ερινύες σου καραδοκούν ή σε περιφορά επιτάφιου με τσίπουρο και εγκώμια στου χωριού την πλατεία.

Αθαμάνες αρχαίοι παίζουν για χάρη σου αυλούς και βρύσες με γυναικεία ονόματα προσμένουν με χίλια στόματα να τις φιλήσεις, για να ξαναγίνουν κυράδες και παντοτινά να σε στοιχειώσουν. Κρυστάλλω, Αρχόντω, ξωτικά παραμυθιών λησμονημένων, που τα χρόνια τα αλλοτινά παιδικούς φόβους εξιλέωναν και τώρα εξεγείρονται στις λογικές και τους συμβιβασμούς και τις λιποψυχίες σου.

Επειδή το χώμα στο Βουργαρέλι, ο μόχθος ο ανθρώπινος στη λιγοστή γη και οι μυρωδιές και το κρύο, τρυπούν τους ενδοιασμούς, ναρκώνουν τις αντιστάσεις και απαιτούν για σπονδές και θυσία κάθε τι που κουβαλάς κίβδηλο.

Αλλιώς δε θα ακούσεις τη λιτανεία του ρυακιού ούτε στο περπάτημα των κοπαδιών το βήμα του Χριστού, που έρχεται με τη δόξα των ελάτων και την κατάνυξη της πεταλούδας. Ούτε θα καταλάβεις ότι τα πέτρινα γεφύρια δεν ενώνουν όχθες, αλλά το άπιαστο με το εφικτό, το αιώνιο με το θνητό και το οριστικό με την ελπίδα της ανατροπής.

Βουλγαρέλι, Παλαιοχώρι, Κυψέλη ένα πέρασμα από το ελάχιστο στο μεγαλείο των Ορέων, που λίγες καθάριες ματιές τολμούν να αντικρίσουν.

Το χειμώνα φιδίσιοι καπνοί από στέγες χωμένες στα δέντρα υψώνουν τις προσευχές των σπιτιών προς το στερέωμα. Και καθώς ανεβαίνουν, πριν ενωθούν με τη μελωδία του Σύμπαντος, αχνοφέγγουν στην οικουμένη, γιατί κουβαλούν αναμνήσεις γερόντων και των νέων τα όνειρα.

Κι έτσι τους νιώθω κι εγώ, που θάλασσες με χωρίζουν από τον ευλογημένο τόπο, και ξέρω πως ένα κομμάτι της ψυχής μου κόκκινο στο χιόνι των Τζουμέρκων καθαγιάζεται…


Σε ποταμό

Σε ποταμό κοντά αν βρεθείς, ρίξε το δάκρυ σου στο νερό, της δέησης σου αντανάκλαση να μοιάσει και λαμπιόνι. Κι αν από την ψυχή σου αναβλύζουν οι πηγές, κάθαρση θα γίνει η ροή, σε θάλασσα μακρινή τον καημό σου να εξαγνίσει.


Όλυμπος

Παιδιά του θνητού είναι οι θεοί και του εφήμερου ανάγκη. Αθάνατοι οι άνθρωποι μέσα από αυτούς. Όσοι μπορούν να τους δουν και να τους αναστήσουν


Το σκοτάδι της θάλασσας

Καμία φορά φοβάμαι πως θα χυμήξει το σκοτάδι της θάλασσας να κυριέψει την πόλη, να βάψει με μαύρο τις ζωές μας, προτού το φως προλάβει να χρωματίσει το κύμα, πριν οι έσχατες αντιστάσεις μας μπορέσουν να αναχαιτίσουν την οδύνη, πριν το φιλί σου υποσχεθεί ένα νέο ξημέρωμα.


Δυο ρωγμές

Κάποια καλοκαιρινά απογεύματα ξεχνά δήθεν ο Θεός δύο ρωγμές ανάμεσα στους κόσμους Του, να γυρέψουν οι ψυχές όσα παράτησαν άυλα εδώ: μια μελωδία, λίγη αγάπη, ενός δειλινού το ανατρίχιασμα και κάποιου έρωτα τη σιγασμένη ανάμνηση.

Κι αν η ψυχή σας είναι μαθημένη στα οράματα, πύλες ανοίγουν των ακτίνων και του χρόνου οι χαραμάδες, και οι λογισμοί μόνο για εκείνη τη στιγμή γίνονται αθάνατοι.


Ομοιότητα

“Είμαστε τόσο όμοιοι οι άνθρωποι. Αλλά μας αρέσει να επικεντρωνόμαστε στις διαφορές, ώστε να ζούμε την επίφαση μοναδικότητας”΄


Απορία

Ήταν τόσο βαθιές οι προσευχές που δεν εισακούστηκαν, που στο τέλος δεν ήξερα τι άφησε το πιο απύθμενο κενό: Η έλλειψη σου ή η πίστη, που νεκρώθηκε πιο πολύ από κάθε πιθανό θάνατο.


Πνιγμένος

Με το χέρι σου τράβα την αυταπάτη της ομορφιάς, που σαν ιστός πυκνός κολλά στου νου τα μάτια και τις αισθήσεις.

Των πνιγμένων τότε στις θάλασσες αυτές θα ακούσεις τις κραυγές τους παφλασμούς και τη βοή της πόλης να σκεπάζουν.

Και όλα της απώλειας τα πορφυρά θα δεις τα ανερυθρίαστα ηλιοβασιλέματα να ντροπιάζουν.

Όμως, συνηθίζει η καρδιά τη φρίκη να ξεχνά ραίνοντας την με την άχνη του κάλλους.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«Ψυχολογικά μυστικά»

Προλαμβάνοντας την Κατάθλιψη

Μήπως είστε ναρκισσιστής