Πετώντας με έναν Αρχάγγελο-Μια αληθινή ιστορία



Δρ Ευστράτιος Παπάνης

Η Ψυχολογία με λόγια απλά

Λοιπόν, αποφάσισες; Σε ποιες πολιτείες θες να σε αφήσω; Στων ζωντανών ή στων πεθαμένων; Αλλά να ξέρεις: Οι ολόφωτες, που βλέπεις να λαμπυρίζουν εκεί κάτω, είναι οι πόλεις των νεκρών, ενώ οι σκοτεινές εκείνων που ζουν ακόμη….Θυμάσαι, σε είχα ρωτήσει και πριν δέκα χρόνια, τότε που σε γλίτωσα από όλους τους καρκίνους. Σκέψου καλά μη διαλέξεις αυτό που δεν ποθεί στ´ αλήθεια η ψυχή σου.Πέντε λεπτά πριν ένας καταιγιστικός πόνος με είχε κυριεύσει. Πονούσαν οι χτύποι της καρδιάς, έκαιγαν οι αναπνοές, ξεριζώνονταν τα κύτταρα. Ένιωθα πως σε λίγο θα έχανα τις αισθήσεις μου. Ίδρωνα και αγωνιζόμουν για αέρα. Έμφραγμα μέσα στα μεσάνυχτα σε ένα νησί με πενιχρά νοσοκομειακά μέσα. Αυτό είναι το τέλος, πρόλαβα να σκεφτώ. Μα ξαφνικά κάθε πόνος ημέρωσε. Μια τεράστια μορφή τον κυνήγησε, τον εξαφάνισε, τον έκανε υποφερτό, γλυκό, λυτρωτικό. Με άρπαξε, με έβαλε στο λαιμό του και άρχισε να ψηλώνει μέχρι τον ουρανό. Πρόλαβα να δω τη Μυτιλήνη, τη Μικρά Ασία, την Ελλάδα, τον κόσμο όλο.Η πιο οικεία μορφή με έπαιρνε μακριά. Ο Ταξιάρχης ο ίδιος, ολόμαυρος και αυστηρός, όπως εικονίζεται, αλλά στην πραγματικότητα πράος και πατρικός, όπως από παιδί ήθελα να τον νιώθω.Κοίταξα εκστατικά γιατί μπορούσα με μια ματιά να δω όλον τον πλανήτη. Τη Γη όπως υπήρξε, τη Γη που υπάρχει και αυτή που θα υπάρξει. Να μιλήσω με όλους τους ανθρώπους που πέρασαν, που ζουν ή θα γεννηθούν κάποτε.Οι πόλεις των ζωντανών ίσα που αχνόφεγγαν, μόλις που διακρίνονταν από εκεί ψηλά. Ένα δυο φωτάκια πενιχρά, μια ελάχιστη κίνηση. Πιο πολύ έμοιαζαν με ερημικά χωριά εγκαταλελειμμένα, παρά με μέρη,  που η ζωή μπορούσε να ανθίσει.Ποιος νοιάζεται για τους ζωντανούς, Τον ρώτησα; Ποιος θα είναι μαζί τους αν φύγω; Ποιος θα φροντίζει όσους αγαπώ; Μη φοβάσαι, απάντησε η επιβλητική μορφή που με γυρόφερνε στους καιρούς, στις εποχές και στην οικουμένη: Τον καθένα από αυτούς τον έχει αγαπήσει ο ίδιος ο Θεός. Αυτός μεριμνά για όλους. Εσύ δεν γίνεται να προσθέσεις ή να αφαιρέσεις τίποτα.Ο χρόνος τελειώνει. Πού να σε αφήσω; Στους ζωντανούς ή στους πεθαμένους; Στους ζωντανούς, απάντησα, αλλά όλη μου η ύπαρξη ήθελε να πάει στα μέρη τα λαμπρά των νεκρών.Ξύπνησα και είχαν περάσει πέντε ώρες.  Ξημέρωνε Ο πόνος είχε γίνει παροξυσμός και με έλουζε από πάνω μέχρι κάτω. Έτρεμα από την οδύνη, αλλά ήξερα πια πως αποκλείεται να πεθάνω.Πήγα στο νοσοκομείο και κατέρρευσα στα επείγοντα. Οι πρώτες ώρες είναι κρίσιμες για ένα έμφραγμα και σε μένα είχαν περάσει χωρίς νοσηλεία.Η κατάσταση ήταν τόσο σοβαρή, που θα ερχόταν στρατιωτικό αεροπλάνο να με πάει στην Αθήνα. Όλοι ανησυχούσαν, αλλά εγώ ήξερα πως και να ήθελα δε θα μπορούσα να πεθάνω. Για δεύτερη φορά είχα ζητήσει από το Θεό να με πάει στους ζωντανούς.Επέστρεψα στον κόσμο αυτό τον σκοτεινό με έναν απέραντο θυμό και κρίσεις πανικού, επειδή επέλεξα να παραμείνω ζωντανός. Έχει περάσει ένας μήνας, η υγεία βελτιώνεται, οι γνώμες των γιατρών δε με ενδιαφέρουν, επειδή ξέρω πως τώρα δε θα μπορέσω, ακόμα κι αν το θέλω, να πεθάνω.Γιατί ίσως η μόνη σωστή επιλογή είναι η επιστροφή στην αιώνια, ποθεινή και ολόφωτη πατρίδα..Την ιστορία αυτή δεν την έγραψα ούτε για να την πιστέψει κανένας ούτε για να τη σχολιάσει ούτε για να την θυμάται. Μόνο γιατί το θεώρησα ως χρέος προς Εκείνον που πάντα θα αγαπώ και θα λατρεύω

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

60 Άρθρα Ψυχολογίας στο LinkedIn

Μήπως είστε ναρκισσιστής

Μικρά κείμενα